κοπρῶνα

κοπρῶνα
κοπρών
place for dung
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοπρῶν' — κοπρῶνα , κοπρών place for dung masc acc sg κοπρῶνι , κοπρών place for dung masc dat sg κοπρῶνε , κοπρών place for dung masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιωνιά — ἰωνιά, ἡ (Α) 1. λιβάδι με ία, μενεξεδότοπος 2. είδος φυτού 3. φρ. «ἰωνιά μέλαινα» ίο το εύοσμο, ο μενεξές 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς ἰωνιάν ἐς κοπρῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴων, γεν. πληθ. τού τ. ἴον «μενεξές» + κατάλ. ιά (πρβλ. ροδων ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα …   Dictionary of Greek

  • κοπρώνας — ο (ΑM κοπρών, ῶνος) [κόπρος (Ι)] 1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο 2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες νεοελλ. τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα αρχ. παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» λέγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”